μαίεται

μαίεται
μαίομαι
seek after
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μαίομαι — μαίομαι, αιολ. τ. και μάομαι (Α) 1. αναζητώ, ερευνώ («ἥ τ ὄρνισι κατοικιδίῃσιν ὄλεθρον μαίεται», Νικ.) 2. επιδιώκω, επιζητώ, επιθυμώ («μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῑν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. μαίομαι πιθ. < *μασ jο μαι, με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”